🇬🇷 el en 🇬🇧

το κερασάκι στην τούρτα

  /to‿ceɾaˈsaci stin‿ˈduɾta/
  • κάτι που θα μπορούσε να λείπει, επιτείνει τη σημασία του περιττού, το επιπλέον, που κάνει κάτι καλό καλύτερο (ή, ειρωνικά, κάτι άσχημο χειρότερο)
cherry on the cake, icing on the cake
Wiktionary Links